- προκληροδότημα
- -ατος, το, Ν [προκληροδοτώ]το κληροδότημα που εξαιρείται από την όλη κληρονομιά και παρέχεται πριν από την κανονική διανομή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαίρετος — η, ο επίρρ. α 1. που αποτελεί εξαίρεση, εκλεκτός, επίλεκτος, ξεχωριστός, υπέροχος: Εξαίρετος φίλος. 2. το ουδ. ως ουσ., εξαίρετο (νομ.), κληροδοσία που αφήνεται σε κληρονόμο πέρα από την κληρονομική του μερίδα, το προκληροδότημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)